- υποσχεσιον
- ὑποσχέσιοντό Anth. = ὑπόσχεσις См. υποσχεσις 1
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑποσχέσιον — ὑπόσχεσις undertaking neut nom/voc/acc sg ὑποσχέσιον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποσχέσιον — τὸ, Α [ὑπόσχεσις] υπόσχεση που δίνεται κρυφά, κατ ιδίαν … Dictionary of Greek